τριταγωνιστέω

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

to be a τριταγωνιστής, D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτᾰγωνιστέω: играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.

Greek Monotonic

τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.

Middle Liddell

τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω
to be a τριταγωνιστής, Dem. [from τρῐτᾰγωνιστής]

German (Pape)

ein τριταγωνιστής sein; Dem. 18.265 und öfter; Plut.