ἀποδειδίσσομαι

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

frighten away, Il.12.52 (tm.).

Spanish (DGE)

dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειδίσσομαι: отпугивать (Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

ἀποδειδίσσομαι (Α) δειδίσσομαι
εκφοθίζω.

Greek Monotonic

ἀποδειδίσσομαι: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Dep. to frighten away, Il.

German (Pape)

abschrecken, in tmesi Il. 12.52.