νεοκατασκεύαστος

Revision as of 17:12, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, newly made, Sch.Ar. V.646, Sch.A.R.1.775, Sch.S.Tr.1277.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκατασκεύαστος: -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεοκατασκεύαστος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.

German (Pape)

νεοκατάσκευος, Sp.