τό,
A stone-cutter's tool, LXX Ps.73(74).7.
λαξευτήριον: τό, ἐργαλεῖον λαξευτικόν, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΓ΄, 7)· διά τινων λαξευτηρίων ὀργάνων Ἄννα Κομν. σ. 111C.
[ᾱ], τό, Werkzeug, Steine zu behauen, Vetera Lexica, Sp.