ον,
A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15. II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.
[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.