[ᾰ], ον,
A unhoed, Sch.Theoc.10.14. ἀσκαλεῶς· ἄλαν σκληρῶς, ἐπιμόν υς, Hsch. (i. e. ἀσκελέως).
[Seite 370] = ἄσκαλτος, Sp.