τό, Dim. of στάλαγμα: in plural, ear-drops, earrings, Plaut.Men.542.
στᾰλάγμιον: τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.
τὸ, Α στάλαγμαστον πληθ. τά σταλάγμιασκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες.