γυμνασιαρχίς

Revision as of 08:21, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of -άρχης, CIG5132 (Cyren.), PAmh.64.6 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 mujer gimnasiarco como funcionaria en activo προσεκρίθη τῇ πόλει παρὰ Θέωνος πεν[τ] ήκοντα τάλαντα καὶ ἐκ τῆς γυμνασιαρχίδος ἄλλα ... εἴκοσι PAmh.64.6 (II d.C.), aunque quizá sc. ἀρχή gimnasiarquía, cf. BL 1.2.
2 tít. honorífico gimnasiárquide, e.e. mujer de familia de gimnasiarcos Κλ(αυδίας) ... αἰωνίω γυμνασιαρχίδος SEG 9.58 (Cirene I d.C.), cf. Γυμνασιαρχὶς Ἀπ[ί] α SB 12235.2.5 (II/III d.C.; donde quizá sea n. de pers.).

Greek (Liddell-Scott)

γυμνασιαρχίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5132.