ἀνίσχαλος
English (LSJ)
ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος, EM110.32, cf. Hsch.
A s.v. σχαλίσαι (-αδον EM739.43, Suid.).
German (Pape)
[Seite 238] E. M. ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος.
ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος, EM110.32, cf. Hsch.
A s.v. σχαλίσαι (-αδον EM739.43, Suid.).
[Seite 238] E. M. ἄτοκος, ἀνήμελκτος, ἀθήλαστος.