δοχεῖον
English (LSJ)
Ion. δοχ-ήϊον, τό,
A holder, μέλανος δ. ink-horn, AP6.66 (Paul. Sil.), cf. 63 (Damoch.), Gal.14.719; τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. Luc.Am.19.
Ion. δοχ-ήϊον, τό,
A holder, μέλανος δ. ink-horn, AP6.66 (Paul. Sil.), cf. 63 (Damoch.), Gal.14.719; τὸ θῆλυ ὥσπερ γονῆς τι δ. Luc.Am.19.