καλώδιον

Revision as of 12:10, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

German (Pape)

[Seite 1315] τό, richtiger καλῴδιον, dim. von κάλως, kleines Tau; Ar. Vesp. 398; Thuc. 4, 26; Sp. Att. Seew. XVII a u. öfter von σχοινία unterschieden, leichte Taue.

French (Bailly abrégé)

v. καλῴδιον.

Greek Monotonic

κᾰλώδιον: τό, υποκορ. του κάλως, λεπτό σχοινί, χοντρός σπάγγος, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλώδιον: и κᾰλώδιον τό небольшой канат, веревка Thuc., Arph., Arst., Plut.

Middle Liddell

κᾰλώδιον, ου, τό, [Dim. of κάλως,]
a small cord, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

small cord

Mantoulidis Etymological

(=σχοινί). Ὑποκοριστικό τοῦ κάλως (=σχοινί).