ἐρυθρόδανον
English (LSJ)
τό,=ἐρευθέδανον, Dsc.3.143 : ἐρυθρόδανος, ἡ, Plin. HN 24.94 (v.l.) ; cf. ἐρυθρύδανον.
German (Pape)
[Seite 1036] τό, Färberröthe, Krapp, Diosc.
τό,=ἐρευθέδανον, Dsc.3.143 : ἐρυθρόδανος, ἡ, Plin. HN 24.94 (v.l.) ; cf. ἐρυθρύδανον.
[Seite 1036] τό, Färberröthe, Krapp, Diosc.