παναίσχης
English (LSJ)
ες, utterly ugly, τὴν ἰδέαν Arist. EN1099b4, cf. Poll.6.163.
Greek Monolingual
παναίσχης, -ες (Α)
πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αισχής (< αἶσχος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναίσχης -ες [πᾶς, αἶσχος] foeilelijk.