ἀληθοσύνη
English (LSJ)
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, Wahrheit, Theogn. 1224.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀλήθεια, Θέογν. 1226.
Greek Monolingual
η (Α ἀληθοσύνη)
η αλήθεια, η φιλαλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. αλήθεια].
Greek Monotonic
ἀληθοσύνη: ἡ, ποιητ. αντί ἀλήθεια, σε Θέογν.
Middle Liddell
[poetic for ἀλήθεια, Theogn.]