ἀπαράσημος
English (LSJ)
ον,
A not counterfeit, Hsch. II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.
German (Pape)
[Seite 279] unverfälscht, Sp.
ον,
A not counterfeit, Hsch. II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.
[Seite 279] unverfälscht, Sp.