προστόμιον

Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

τό, A mouth, especially of a river, A.Supp.3 (anap., pl.). II joining of the lips, Ruf.Onom.41, Poll.2.90.

German (Pape)

[Seite 783] τό, die Mündung, Νείλου, Aesch. Suppl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προστόμιον: τό, στόμιον, κυρίως ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. προστόμιον ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή» Πολυδ. Β΄, 90.

Russian (Dvoretsky)

προστόμιον: τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-στόμιον -ου, τό [πρό, στόμα] monding:. ἀπὸ προστομίων... Νείλου vanaf de mondingen van de Nijl Aeschl. Suppl. 3.