προσόχθισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A object of wrath, offence, ib.4 Ki.23.13; προσοχθίσματι προσοχθιεῖς ib.De.7.26.
German (Pape)
[Seite 775] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp.
ατος, τό,
A object of wrath, offence, ib.4 Ki.23.13; προσοχθίσματι προσοχθιεῖς ib.De.7.26.
[Seite 775] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp.