ἀκροφύσιον
English (LSJ)
τό, (φῦσα) A snout or pipe of pair of bellows, S.Fr.992, Th.4.100; ῥήματα . . ἐπιδεικνύναι πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων fresh from the bellows (as we say, 'from the anvil'), Ar.Fr.699. II comet's tail, D.C.78.30.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
1 tubo de fuelle S.Fr.992, Th.4.100, fig. ῥήματα ... πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων palabras ... recién salidas del fuelle, recién forjadas Ar.Fr.719.
2 cola de cometa D.C.78.30.1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 extrémité du tuyau d'un soufflet;
2 queue de comète.
Étymologie: ἄκρος, φῦσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροφύσιον -ου, τό ἄκρος, φῦσα pijp van een blaasbalg.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροφύσιον: (ῡ) τό дульце кузнечного меха Thuc., Soph., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροφύσιον: το, (φῦσα) ὁ σωλὴν τῶν φυσητήρων, Σοφ. Ἀποσπ. 824, Θουκ. 4. 100· ῥήματα ... ἐπιδεικνύναι πάντ᾿ ἀπ᾿ ἀκροφυσίων, πρόσφατα ἀπὸ τῶν φυσητήρων, μόλις ἐξελθόντα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, δηλ. νέα, «ἀπ᾿ ἀκροφυσίων λόγους ἐνδεικνύναι: οἱονεὶ καινοὺς καὶ νεοποιήτους» μόλις ἐξελθόντας ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561. ΙΙ. κομήτου οὐρά, Δίων Κ. 78. 30.
Greek Monotonic
Middle Liddell
German (Pape)
τό, die Spitze des Blasebalgs, Thuc. 4.100; Soph. frg. 824; Ar. bei B.A. 415b; bei DC. Schweif eines Kometen.