γενεσιαλόγος
English (LSJ)
( γενει-ολόγος, Gloss.), ὁ,
A = γενεθλιαλόγος, Ach.Tat.Intr. Arat.23, v.l. in Artem.2.69.
German (Pape)
[Seite 482] = γενεθλιαλόγος, Artemid. 2, 69.
( γενει-ολόγος, Gloss.), ὁ,
A = γενεθλιαλόγος, Ach.Tat.Intr. Arat.23, v.l. in Artem.2.69.
[Seite 482] = γενεθλιαλόγος, Artemid. 2, 69.