δονακεύομαι

Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).

German (Pape)

[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).

Russian (Dvoretsky)

δονᾰκεύομαι: ион. δουνᾰκεύομαι ловить (клейким) тростником (sc. τέττιγα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.

Greek Monolingual

δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.

Greek Monotonic

δονακεύομαι: αποθ., συλλαμβάνω πουλιά με καλάμια, πιάνω πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ.

Middle Liddell

δονακεύομαι,
Dep. to fowl with reed and birdlime, Anth. [from δονᾰκεύς]