ἁγεμών
English (LSJ)
Doric for ἡγεμών.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡγεμών.
English (Slater)
ᾱγεμών (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.) leader, lord Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (Ζεύς) (O. 9.57) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of Pelias.) (P. 4.112) ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20)
Russian (Dvoretsky)
ἁγεμών: дор. = ἡγεμών.