γλίσχρων

Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ονος, ὁ, niggard, Ar.Pax193.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ glotón Ar.Pax 193.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
méchant petit goinfre.
Étymologie: γλίσχρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλίσχρων -ωνος, ὁ γλίσχρος gulzigaard, smulpaap. Aristoph. Pax 193.

German (Pape)

ωνος, ὁ, ein kärglich, kümmerlich lebender Mensch, Ar. Pax 193.

Russian (Dvoretsky)

γλίσχρων: ωνος ὁ скряга, скаред Arph.

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193.

Greek Monolingual

γλίσχρων (-ονος), ο (Α) γλίσχρος
φιλάργυρος.

Greek Monotonic

γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from γλίσχρος
a niggard, Ar.