εἰᾰρινός, v. ἔαρ (A and B), ἐαρινός.
v. 1 ἔαρ y 2 ἔαρ.
ion. c. ἔαρ.
p. = ἔαρ.
εἶαρ: εἴαρος τό HH = ἔαρ.
εἶαρ: εἰᾰρινός, ἴδε ἐν λ. ἔαρ, ἐαρινός.
εἶαρ: εἰᾰρινός, Επικ. αντί ἔαρ, ἐαρινός.