αἱ, metapl. nom. pl. of sq.
κρόκες: -αἱ, πληθ. ὀνομ. κατὰ μεταπλ. τοῦ ἑπομ.
wie von *κρόξ, s. κρόκη.
κρόκες: αἱ pl. к *κρόξ.
κρόκες nom. plur. van κρόξ.