κισσωτός

Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ή, όν, decked with ivy, νεβρίς AP6.172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσωτός -ή -όν [κισσόω] bedekt met klimop.

German (Pape)

adj. verb. zu κισσόω.

Russian (Dvoretsky)

κισσωτός: покрытый или украшенный плющом (νεβρίς Anth.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κισσωτός, -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]
στολισμένος με κισσό.

Greek Monotonic

κισσωτός: -ή, -όν (κισσόω), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.

Middle Liddell

κισσωτός, ή, όν κισσόω
decked with ivy, Anth.