κρεουργία
English (LSJ)
ἡ, cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.
German (Pape)
ἡ, das Zerhacken des Fleisches in Kochstücke, auch ein von zerlegtem Fleische gegebenes Mahl, Luc. salt. 54 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
κρεουργία: ἡ разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.
Greek Monolingual
η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.
Greek Monotonic
κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.