νυκτερευτής

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who hunts or fishes by night, Pl.Lg.824.

German (Pape)

ὁ, der bei Nacht Etwas tut, bes. ein Jäger bei Nacht, Plat. Legg. VII.824b.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.

Greek Monolingual

νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», Πλάτ.).