συγκυναγός
English (LSJ)
Doric and Trag. for συγκυνηγός.
French (Bailly abrégé)
dor. c. συγκυνηγός.
German (Pape)
[ᾱ], dor. = συγκυνηγός.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠνᾱγός: ὁ дор. = συγκυνηγός.
English (Woodhouse)
fellow hunter, fellow huntress, fellow-hunter, fellow-huntress