ον, = ἀέναος, q.v.
v. ἀέναος.
ος, ον :p. contr. ἀείνως;c. ἀέναος.
immer fließend, Her. 1.93.
ἀείναος: Her. = ἀέναος.
ἀείναος: -ον, = ἀέναος, ὃ ἴδε.
ἀείναος: -ον = ἀέναος, βλ. αυτ.