τρῶμα
English (LSJ)
τρωματίζω, τρωματίης, τρωμάτιον, Ion. for τραυμ- (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ion. c. τραῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
τρῶμα: (οὐχὶ τρώυμα), τρωματίζω, τρωματίης, Ἰων. ἀντὶ τραυμ-, ἴδε Δινδ. Διάλ. Ἡρόδ. xxxvii.
Greek Monotonic
τρῶμα: τρωματίζω, τρωματίης, Ιων. αντί τραῦμα, τραυματίζω, τραυματίης.
German (Pape)
τό, ion. statt τραῦμα,
1 Wunde, ἀπὸ τοῦ τρώματος ἀποθνῄσκειν, ἐκ τῶν τρωμάτων τελευτᾶν, Her. 2.63, 3.29, 64, 78 und öfter.
2 auch von leblosen Dingen, Beschädigung, Verletzung, z.B. von Schiffen, Her. 6.16.
3 überhaupt Schaden, Verlust, bes. Unglück im Kriege, Niederlage, Her. 4.160, 5.121, 6.132, 7.236 und sonst. – Vgl. τραῦμα und τρωῦμα.