τρῶμα

Revision as of 14:30, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

English (LSJ)

τρωματίζω, τρωματίης, τρωμάτιον, Ion. for τραυμ- (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ion. c. τραῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

τρῶμα: (οὐχὶ τρώυμα), τρωματίζω, τρωματίης, Ἰων. ἀντὶ τραυμ-, ἴδε Δινδ. Διάλ. Ἡρόδ. xxxvii.

Greek Monotonic

τρῶμα: τρωματίζω, τρωματίης, Ιων. αντί τραῦμα, τραυματίζω, τραυματίης.

German (Pape)

τό, ion. statt τραῦμα,
1 Wunde, ἀπὸ τοῦ τρώματος ἀποθνῄσκειν, ἐκ τῶν τρωμάτων τελευτᾶν, Her. 2.63, 3.29, 64, 78 und öfter.
2 auch von leblosen Dingen, Beschädigung, Verletzung, z.B. von Schiffen, Her. 6.16.
3 überhaupt Schaden, Verlust, bes. Unglück im Kriege, Niederlage, Her. 4.160, 5.121, 6.132, 7.236 und sonst. – Vgl. τραῦμα und τρωῦμα.