εως, ἡ, = caelatura, Gloss.; cf. τόρνευσις.
[Seite 1130] ἡ, = τορεία, Sp.
τόρευσις: ἡ, = τορεία, Γλωσσ.
-εύσεως, ἡ, Α τορευωη τορεία.