φυγαδευτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A banishing, τινος Hld.8.11. II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.
German (Pape)
[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.
ή, όν,
A banishing, τινος Hld.8.11. II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.
[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.