βρυώνη
English (LSJ)
ἡ,
A = ἄμπελος μέλαινα, Nic.Th.939:—also βρῠ-ωνίς, ίδος, ἡ, ib.858; cf.sq.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.
ἡ,
A = ἄμπελος μέλαινα, Nic.Th.939:—also βρῠ-ωνίς, ίδος, ἡ, ib.858; cf.sq.
[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.