κιάθω

Revision as of 18:40, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (b)

English (LSJ)

lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc.

   A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.

German (Pape)

[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.