[ᾰ], τό, less Att. form for ἡμίκρανον (i.e. ἡμίκραιρα), acc. to Phryn.303:
[Seite 1168] τό, Hesych., von Phryn. 328 verworfen, gegen ἡμίκρανον.
ἡμικεφάλαιον: τό, ἧττον ἀττικὸς τύπος τοῦ ἡμίκραιρα, Φρύν. 328· ― ἡμικέφαλον, Γλωσσ.