ἀπόρρημα

Revision as of 10:59, 24 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπερῶ) prohibition, Pl.Plt.296a.

Spanish (DGE)

-ματος, τό prohibición Pl.Plt.296a, cf. Hsch.

German (Pape)

τό, das Verbot, Plat. Polit. 296a.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρημα: ατος τό запрет, запрещение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.

Greek Monolingual

ἀπόρρημα, το (Α) ρήμα
απαγόρευση.