ἀκινδύνως
English (Woodhouse)
(see also: ἀκίνδυνος) without danger, without risk
Spanish
French (Bailly abrégé)
adv.
sans danger.
Étymologie: ἀκίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκινδύνως: (ῡ) в безопасности, безопасно (οἰκεῖν Thuc.; ζῆν Xen.; διαπορευθῆναι ἐπὶ ὀχήματος Plat.; λύειν τὸν πόλεμον Plut.).