v. Ναϊάς.
ΐδος (ἡ) :Naïade.Étymologie: cf. Ναϊάς.
[ᾱ], ίδος, s. Ναϊάς.
Νᾱΐς: ΐδος ἡ ион. = Ναϊάς.
Ναΐς: ἴδε Ναϊάς.
(II)Ναΐς και ιων. τ. Νηΐς, ἡ (Α)η Ναϊάδα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < νάω «ρέω» + κατάλ. -ίς, πρβλ. Δανα-ΐς (βλ. και Ναϊάδα)].