κόρηθρον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1486] τό, der Besen; Luc. Philops. 35, Artem. 5, 79.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
κόρηθρον: τό, σάρωθρον, «σκοῦπα», Λουκ. Φιλοψ. 35· πρβλ. κόρος (Β). 11.
Russian (Dvoretsky)
κόρηθρον: τό метла Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρηθρον -ου, τό [κορέω] bezem.