δυσκηδής
English (LSJ)
ές, (κῆδος)
A full of misery, δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466. II (κήδομαι) δυσκηδέα· δυσφύλακτον, χαλεπόν, Hsch.
ές, (κῆδος)
A full of misery, δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466. II (κήδομαι) δυσκηδέα· δυσφύλακτον, χαλεπόν, Hsch.