δύσμορφος

Revision as of 18:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, misshapen, ill-favoured, ἐσθής E.Hel. 1204, Lyc.692, Plu.2.670a.

Spanish (DGE)

-ον
1 feo, deforme de pers. δ. εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός E.Fr.842, cf. Men.Mon.177, Luc.Tox.24, Isid.Pel.M.78.249D, de anim. πιθήκων ... γένος δύσμορφον Lyc.692, cf. Plu.2.670a, de cosas ἐσθής E.Hel.1204
subst. τὸ δύσμορφον τοῦ λίθου el defecto de la piedra Luc.Am.15, cf. Nonn.D.35.56.
2 adv. -ως: δ. ἔχειν ser feo, deforme Eust.1855.50.

German (Pape)

[Seite 684] mißgestaltet, häßlich; ἐσθής Eur. Hel. 1220; sp. D.; – τὸ δ., = vorigem, Pallad. 5 (X, 56).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difforme, laid.
Étymologie: δυσ-, μορφή.
Ant. εὔμορφος.

Russian (Dvoretsky)

δύσμορφος: безобразный, некрасивый (ἐσθής Eur.; ὗς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμορφος: -ον, κακόμορφος, ἄσχημος, ἐσθὴς Εὐρ. Ἑλ. 1204.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσμορφος, -ον)
άσχημος, κακοφτιαγμένος
νεοελλ.
γένος ακαληφών της οικογένειας τών μαργελιδών.

Greek Monotonic

δύσμορφος: -ον (μορφή), κακόμορφος, άσχημος, παραμορφωμένος, κακοφτιαγμένος, ἐσθής, σε Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-μορφος, ον μορφή
misshapen, ill-favoured, ἐσθής Eur.

English (Woodhouse)

ugly, not beautiful