κρεουργία

Revision as of 18:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ἡ, cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.

German (Pape)

ἡ, das Zerhacken des Fleisches in Kochstücke, auch ein von zerlegtem Fleische gegebenes Mahl, Luc. salt. 54 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

κρεουργία:разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.

Greek Monolingual

η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.

Greek Monotonic

κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.

Middle Liddell

κρεουργία, ἡ,
a cutting up, butchering. [from κρεουργός