Ἀμφικτιονικός
French (Bailly abrégé)
postér. Ἀμφικτυονικός;
ή, όν :
des Amphictions, amphictionique.
Étymologie: Ἀμφικτίονες.
Russian (Dvoretsky)
Ἀμφικτιονικός: поздн. Ἀμφικτυονικός 3 амфиктионийский (ἱερά, δίκαι Dem.; ψηφίσματα Plut.; συνέδριον Diod.): Ἀ. πόλεμος Dem. война, объявленная по решению амфиктионии.