πλατύρροος

Revision as of 10:55, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

contr. πλατύρρους, ουν, broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύρροος: стяж. πλᾰτύρρους 2 широкотекущий (Νεῖλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.

Greek Monotonic

πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πλᾰτύρρους, ουν,
broad-flowing, Aesch.