ἀγκυλόδους
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, A crook-toothed, of a scimitar, Q.S.6.218; ἀ. χαλινοί, of anchors, Nonn.D.3.50. II barbed, AP6.176 (Maced.).
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλόδους) -οντος
de dientes curvados de una hoz o cimitarra, de dientes de sierra curvados ἅρπη Q.S.6.218
•de un pez ἥπατος Marc.Sid.10
•de un ancla de dientes ganchudos χαλινοί Nonn.D.3.50
•de un arma arponado σιγύνης AP 6.176 (Macedon.).
German (Pape)
[Seite 15] οντος, krummzähnig, Sp. D., z. B. σίγυνος Maced. (VI, 176); ἅρπη Qu. Sm. 6, 218.
French (Bailly abrégé)
όδοντος (ὁ, ἡ)
à la dent crochue.
Étymologie: ἀγκύλος, ὀδούς.
Greek Monotonic
ἀγκῠλόδους: -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλόδους: όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком (σίγυνος Anth.).