ἀπεστραμμένως
French (Bailly abrégé)
adv.
en sens inverse.
Étymologie: ἀποστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεστραμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀποστρέφω, κατ’ ἀντίστροφον τρόπον, Πλούτ. 2. 905C.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεστραμμένως: в обратную сторону Plut.
adv.
en sens inverse.
Étymologie: ἀποστρέφω.
ἀπεστραμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀποστρέφω, κατ’ ἀντίστροφον τρόπον, Πλούτ. 2. 905C.
ἀπεστραμμένως: в обратную сторону Plut.