ὀλβιόφρων

Revision as of 11:30, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, leaning towards the rich, ποδάγρα Luc.Trag.194.

German (Pape)

[Seite 318] ον, dessen Sinn auf Reiche gerichtet ist, ποδάγρα, Luc. Tragodop. 656.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui ne songe qu'à la fortune et au bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβιόφρων: 2, gen. ονος помышляющий о счастливых, льнущий к богатым (ποδάγρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φρονῶν τὰ τῶν ὀλβίων, εἰς τοὺς ὀλβίους προσκολλώμενος, ὀλβιόφρον ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 193.

Greek Monolingual

ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].