κρυσταλλοπήξ

Revision as of 11:51, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, = κρυσταλλόπηκτος.

French (Bailly abrégé)

πῆγος (ὁ, ἡ)
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. κρυσταλλόπηκτος.

Greek Monotonic

κρυσταλλοπήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοπήξ: ῆγος adj. оледеневший, замерзший (πόρος Aesch.).

Middle Liddell

κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, = κρυσταλλόπηκτος, Aesch.]