ἀγκιστρόω
English (LSJ)
Pass., to be furnishedwith barbs, Plu. Crass. 25.
to be caught by a hook, ἠγκιστρωμένος πόθῳ Lyc. 67.
Spanish (DGE)
I 1enganchar ῥαφαῖς ὑπὸ τὰς ἐπιπτυχὰς τὴν συμπλοκὴν ἀγκιστρώσαντες (descripción de una armadura de escamas), Hld.9.15.2.
2 fig. traspasar πόθῳ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη Lyc.67.
II proveer de punta arponada ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες Plu.Crass.25.
German (Pape)
[Seite 15] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber ἰχθύδιον, mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. ἠγκιστρωμένος;
recourber en forme d'hameçon, de crochet.
Étymologie: ἄγκιστρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρόω: -ώσω, (ἄγκιστρον), ἀγκιστρώνω, συλλαμβάνω δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον ἰχθύδιον», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, συλλαμβάνω, αἰχμαλωτίζω· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) κατασκευάζω τι εἰς σχῆμα ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25.