προμηθία

Revision as of 16:50, 10 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

προμηθίη, v. προμήθεια.

English (Woodhouse)

foresight, forethought

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. προμήθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια.

Russian (Dvoretsky)

προμηθία: ион. Aesch., Eur. προμηθίη ἡ = προμήθεια.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.

Greek Monotonic

προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.